Μουδιασμένος στα δανικά
Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
følelsesløs, følelsesløse, dulme, følelsesløshed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας δανικά, μουδιασμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- μουγκρίζω στα δανικά - stønne, brumme, knurre, growl, knurren, knurrer
- μουγκρητό στα δανικά - moo, buh, muh
- μουντός στα δανικά - trættende, dump, kedelig, kedeligt, kedelige, matte, tørre
- μουρμουρίζω στα δανικά - burble, hakke
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: følelsesløs, følelsesløse, dulme, følelsesløshed
Μεταφράσεις: følelsesløs, følelsesløse, dulme, følelsesløshed