Μουδιασμένος στα σλοβενικά
Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
otrple, otrpli, omrtvelost, otopele, otrplosti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, μουδιασμένος στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- μουγκρίζω στα σλοβενικά - sten, vani, ev, vrani, senat, Rezanje, Krčati, ...
- μουγκρητό στα σλοβενικά - senat, moo, Mukanje, Mukati
- μουντός στα σλοβενικά - dolgočasno, dolgočasne, dolgočasna, pusta, mat
- μουρμουρίζω στα σλοβενικά - lepot, šum, mulat, burble
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: otrple, otrpli, omrtvelost, otopele, otrplosti
Μεταφράσεις: otrple, otrpli, omrtvelost, otopele, otrplosti