Μουδιασμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nutirpęs, Numb, sustingęs, Nutirpimo, priblokšti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μουδιασμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μουγκρίζω στα λιθουανικά - urgzti, urzgti, niurnėjimas, mauroti, niurnėti
- μουγκρητό στα λιθουανικά - mykti, mykimas, Moo, baubti, baubimas
- μουντός στα λιθουανικά - bukas, nuobodus, atšipęs, niūrus, pilkas
- μουρμουρίζω στα λιθουανικά - burbulinė, Trząść
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nutirpęs, Numb, sustingęs, Nutirpimo, priblokšti
Μεταφράσεις: nutirpęs, Numb, sustingęs, Nutirpimo, priblokšti