Μουδιασμένος στα πολωνικά
Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
apatyczny, zesztywniały, skamieniały, zdrętwiały, drętwy, zdrętwiałe, odrętwiały, zdrętwiała
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, μουδιασμένος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μουγκρίζω στα πολωνικά - miech, pomruk, ryczeć, zastękać, biadolić, warczeć, mieszek, ...
- μουγκρητό στα πολωνικά - biadać, narzekać, biadolić, zastękać, stękać, jęk, jęczeć, ...
- μουντός στα πολωνικά - stępieć, tępy, stępiać, zmatowieć, pochmurny, tępieć, monotonny, ...
- μουρμουρίζω στα πολωνικά - pomruczeć, pogwar, wybąkać, szept, mamrotanie, szumieć, bąkać, ...
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: apatyczny, zesztywniały, skamieniały, zdrętwiały, drętwy, zdrętwiałe, odrętwiały, zdrętwiała
Μεταφράσεις: apatyczny, zesztywniały, skamieniały, zdrętwiały, drętwy, zdrętwiałe, odrętwiały, zdrętwiała