Μουδιασμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amorțit, amortit, amorțite, amortite, amortita
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος
μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μουδιασμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μουγκρίζω στα ρουμανικά - mârâi, marait, hârâit, mormăit, mârâială
- μουγκρητό στα ρουμανικά - muget, Moo, mugetul, muu, mugi
- μουντός στα ρουμανικά - obtuz, plictisitor, plicticos, mat, monoton, tocit
- μουρμουρίζω στα ρουμανικά - burble
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: amorțit, amortit, amorțite, amortite, amortita
Μεταφράσεις: amorțit, amortit, amorțite, amortite, amortita