Ντροπαλότητα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ντροπαλότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
срамежливост, срамежливостта, стеснителност, срамежливостта си, свян
Ντροπαλότητα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντροπαλότητα

ντροπαλότητα αντιμετώπιση, ντροπαλότητα συνώνυμα, ντροπαλότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ντροπαλότητα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ντροπή στα βουλγαρικά - срам, срама, жалко, позор
  • ντροπαλός στα βουλγαρικά - срамежлив, срамежлива, срамежливи, стеснителен, срамежливо
  • ντόμπρος στα βουλγαρικά - прям, прямо, открит, яростен, откровен
  • ντόπιος στα βουλγαρικά - роден, родния, родната, нативния, нативен
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: срамежливост, срамежливостта, стеснителност, срамежливостта си, свян