Ντροπαλότητα στα ρωσικά

Μετάφραση: ντροπαλότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дикость, застенчивость, робость, стеснительность, застенчивости, застенчивостью
Ντροπαλότητα στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντροπαλότητα

ντροπαλότητα αντιμετώπιση, ντροπαλότητα συνώνυμα, ντροπαλότητα λεξικό γλώσσας ρωσικά, ντροπαλότητα στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ντροπή στα ρωσικά - стыдить, скандал, позор, стыд, пристыдить, обесславливать, бесславие, ...
  • ντροπαλός στα ρωσικά - пугаться, стыдливый, пугливый, скромный, конфузливый, застенчивый, уединенный, ...
  • ντόμπρος στα ρωσικά - обман, сформулированный, очковтиратель, блеф, высказанный, запугивание, запугивать, ...
  • ντόπιος στα ρωσικά - родина, коренной, врожденный, аборигенный, природный, автохтон, отчизна, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλότητα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: дикость, застенчивость, робость, стеснительность, застенчивости, застенчивостью