Ντροπαλότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ντροπαλότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acanhamento, timidez, a timidez, shyness, o shyness
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντροπαλότητα
ντροπαλότητα αντιμετώπιση, ντροπαλότητα συνώνυμα, ντροπαλότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ντροπαλότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ντροπή στα πορτογαλικά - vergonha, representa com perfeição, a vergonha, shame
- ντροπαλός στα πορτογαλικά - tímido, obturador, tímida, tímidos, tímidas, vergonha
- ντόμπρος στα πορτογαλικά - franco, sem rodeios, sincero, outspoken, franca
- ντόπιος στα πορτογαλικά - autóctone, aborígene, indígena, nativo, nacionalizar, nativa, natal, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acanhamento, timidez, a timidez, shyness, o shyness
Μεταφράσεις: acanhamento, timidez, a timidez, shyness, o shyness