Ντροπαλότητα στα τούρκικα

Μετάφραση: ντροπαλότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
utangaçlık, shyness, çekingenlik, utangaçlığı
Ντροπαλότητα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντροπαλότητα

ντροπαλότητα αντιμετώπιση, ντροπαλότητα συνώνυμα, ντροπαλότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ντροπαλότητα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ντροπή στα τούρκικα - alçaklık, ayıp, rezalet, utanç, shame, yazık, utanç verici
  • ντροπαλός στα τούρκικα - utangaç, çekingen, shy, utangaç bir, utangaçtı
  • ντόμπρος στα τούρκικα - blöf, açık, içten, dürüst, açık sözlü, samimi, outspoken, ...
  • ντόπιος στα τούρκικα - yerli, doğuştan, yerel, doğal, ana, nativ
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: utangaçlık, shyness, çekingenlik, utangaçlığı