Ξεκόβω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отвиквам, отучвам, отбие, отбият, отвикне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεκόβω
ξεκόβω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ξεκόβω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ξεκουραστικός στα βουλγαρικά - спокоен, спокойна, тишина, тих, спокойния
- ξεκούραση στα βουλγαρικά - отмора, отдих, отпускане, релаксация, почивка
- ξελογιάζω στα βουλγαρικά - съблазнявам, прелъстявам, съблазни, прелъсти, съблазниш
- ξεμέθυστος στα βουλγαρικά - камък, каменна, камъни, каменни, каменен
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отвиквам, отучвам, отбие, отбият, отвикне
Μεταφράσεις: отвиквам, отучвам, отбие, отбият, отвикне