Ξεκόβω στα σουηδικά
Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amputera, avvänja, vänja, wean, avvänjer, att avvänja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεκόβω
ξεκόβω λεξικό γλώσσας σουηδικά, ξεκόβω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ξεκουραστικός στα σουηδικά - vilsam, rofylld, avkopplande, lugn, rogivande
- ξεκούραση στα σουηδικά - avkoppling, avslappning, relaxa, relax, relaxation
- ξελογιάζω στα σουηδικά - förleda, förföra, förför, att förföra, avleda
- ξεμέθυστος στα σουηδικά - nykter, sten, stenkast, i sten
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: amputera, avvänja, vänja, wean, avvänjer, att avvänja
Μεταφράσεις: amputera, avvänja, vänja, wean, avvänjer, att avvänja