Ξεκόβω στα τούρκικα

Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesmek, vazgeçirmek, wean, caydırmak, bağımsızlaştırmak, soğutmak
Ξεκόβω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκόβω

ξεκόβω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ξεκόβω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ξεκουραστικός στα τούρκικα - huzurlu, dinlendirici, huzurlu bir, dinlendirici bir, restful
  • ξεκούραση στα τούρκικα - istirahat, dinlenme, gevşeme, rahatlama, relaksasyon, relaxation
  • ξελογιάζω στα τούρκικα - ayartmak, baştan, baştan çıkarmak, baştan çıkarmaya, iğfal
  • ξεμέθυστος στα τούρκικα - ölçülü, taş, Stone, taşı, taştan, bir taş
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesmek, vazgeçirmek, wean, caydırmak, bağımsızlaştırmak, soğutmak