Ξεκόβω στα δανικά
Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vænne, at vænne, afvænne, fravænne, vænnet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεκόβω
ξεκόβω λεξικό γλώσσας δανικά, ξεκόβω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ξεκουραστικός στα δανικά - afslappende, rolig, restful, fredfyldt, god nats
- ξεκούραση στα δανικά - afslapning, lempelse, slappe, slappe af, afslapningsområde
- ξελογιάζω στα δανικά - forføre, at forføre, forfører, forfřre
- ξεμέθυστος στα δανικά - stone, sten, stenen
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vænne, at vænne, afvænne, fravænne, vænnet
Μεταφράσεις: vænne, at vænne, afvænne, fravænne, vænnet