Ξεκόβω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адвыкаць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξεκόβω
ξεκόβω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ξεκόβω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ξεκουραστικός στα λευκορωσικά - спакойны, Спакой
- ξεκούραση στα λευκορωσικά - адпачынак, отдых
- ξελογιάζω στα λευκορωσικά - спакушаць, спакушае, соблазнять, спакушаў, спакушаў далей
- ξεμέθυστος στα λευκορωσικά - тямны, каменны, мураваны, каменную, Каменная, Каменный
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адвыкаць
Μεταφράσεις: адвыкаць