Ξεκόβω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одвикне, отвиквам, се одвикне, се одбие
Ξεκόβω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκόβω

ξεκόβω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ξεκόβω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ξεκουραστικός στα σλαβομακεδονικά - мирен, спокоен, релаксирачко
  • ξεκούραση στα σλαβομακεδονικά - релаксација, одмор, опуштеност, опуштање, релаксирање
  • ξελογιάζω στα σλαβομακεδονικά - заведе, заведам, заведат, ја заведе, заведуваат
  • ξεμέθυστος στα σλαβομακεδονικά - камен, камени, каменот, камења, камените
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: одвикне, отвиквам, се одвикне, се одбие