Προκατάληψη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предубеждение, косо, предразсъдък, отклонение, склонност, пристрастия, пристрастие, пристрастност
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκατάληψη
προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προκατάληψη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- προικοδότηση στα βουλγαρικά - склад, дарение, дар, надаряване, фонд, дотационен
- προκαλώ στα βουλγαρικά - повод, предизвикателство, влизане, намеса, предизвикателството
- προκαταβάλλω στα βουλγαρικά - придвижения, prokatavallo
- προκαταλαμβάνω στα βουλγαρικά - поглъщам, предразполагам, вдъхвам, завладявам, създавам предубеждение
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: предубеждение, косо, предразсъдък, отклонение, склонност, пристрастия, пристрастие, пристрастност
Μεταφράσεις: предубеждение, косо, предразсъдък, отклонение, склонност, пристрастия, пристрастие, пристрастност