Προκατάληψη στα ολλανδικά

Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vooringenomenheid, vooroordeel, vertekening, voorspanning, voorkeur
Προκατάληψη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκατάληψη

προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προκατάληψη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προικοδότηση στα ολλανδικά - schenking, aanleg, talent, gave, begaafdheid, dotatie, begiftiging, ...
  • προκαλώ στα ολλανδικά - irriteren, besluiten, veldtocht, geding, proces, concluderen, prikkelen, ...
  • προκαταβάλλω στα ολλανδικά - aanpakken, vordering, vooruitgang, voortgang, promoveren, genaken, naderen, ...
  • προκαταλαμβάνω στα ολλανδικά - prejudiciëren, anticiperen, vooruitlopen, gunstig stemmen
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vooringenomenheid, vooroordeel, vertekening, voorspanning, voorkeur