Προκατάληψη στα σουηδικά
Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fördom, förspänning, partiskhet, förspänna, förspänningen, fördomar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκατάληψη
προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας σουηδικά, προκατάληψη στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- προικοδότηση στα σουηδικά - kapital, kapitalförsäkring, begåvning, Storlek, begåvningen
- προκαλώ στα σουηδικά - anledning, vålla, göra, reta, åstadkomma, framkalla, process, ...
- προκαταβάλλω στα σουηδικά - befordran, avancera, anmarsch, prokatavallo
- προκαταλαμβάνω στα σουηδικά - påräkna, föregripa, förutse, förekomma, GÖRA NGN VÄLVILLIGT INSTÄLLD MOT
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: fördom, förspänning, partiskhet, förspänna, förspänningen, fördomar
Μεταφράσεις: fördom, förspänning, partiskhet, förspänna, förspänningen, fördomar