Προκατάληψη στα λιθουανικά
Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šališkumas, prietaras, šališkumo, paklaida, poslinkis, įstrižinės
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκατάληψη
προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προκατάληψη στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προικοδότηση στα λιθουανικά - talentas, dovana, pasididžiavimas, dotacija, dotacijos, kaupiamasis
- προκαλώ στα λιθουανικά - žygis, priežastis, kampanija, iššūkis, uždavinys, problema, iššūkiu
- προκαταβάλλω στα λιθουανικά - kilti, prokatavallo
- προκαταλαμβάνω στα λιθουανικά - Žiūrėjau, Įkvėpti, Perimti, Owładnąć, Turintieji sau
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šališkumas, prietaras, šališkumo, paklaida, poslinkis, įstrižinės
Μεταφράσεις: šališkumas, prietaras, šališkumo, paklaida, poslinkis, įstrižinės