Προκατάληψη στα ιταλικά

Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preconcetto, pregiudizio, parzialità, polarizzazione, pregiudizi, di polarizzazione
Προκατάληψη στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκατάληψη

προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας ιταλικά, προκατάληψη στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • προικοδότηση στα ιταλικά - dote, dotazione, di dotazione, investitura, dotazione di
  • προκαλώ στα ιταλικά - motivo, ragione, persuadere, sfidare, lite, provocare, disfida, ...
  • προκαταβάλλω στα ιταλικά - avanzamento, avanzata, promuovere, anticipo, progresso, progressione, avanzare, ...
  • προκαταλαμβάνω στα ιταλικά - prevedere, anticipare, preannunziare, prepossess
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: preconcetto, pregiudizio, parzialità, polarizzazione, pregiudizi, di polarizzazione