Προκατάληψη στα νορβηγικά

Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordom, skjevhet, forspenning, partiskhet, skjevheter
Προκατάληψη στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκατάληψη

προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας νορβηγικά, προκατάληψη στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • προικοδότηση στα νορβηγικά - gave, legat, begavelse, kapitalforsikring, begavelsen
  • προκαλώ στα νορβηγικά - fremkalle, årsak, grunn, utfordring, overtale, provosere, forårsake, ...
  • προκαταβάλλω στα νορβηγικά - framsteg, fremskritt, prokatavallo
  • προκαταλαμβάνω στα νορβηγικά - forutse, prepossess
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: fordom, skjevhet, forspenning, partiskhet, skjevheter