Προκατάληψη στα ισπανικά
Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prevención, prejuicio, parcialidad, través, sesgo, tendencia, sesgo de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκατάληψη
προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας ισπανικά, προκατάληψη στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- προικοδότηση στα ισπανικά - donación, dotación, dotación de, la dotación, investidura, de dotación
- προκαλώ στα ισπανικά - enconar, pleito, originar, causa, desafiar, retar, suscitar, ...
- προκαταβάλλω στα ισπανικά - progresión, progresar, adelanto, avance, promover, progreso, prokatavallo
- προκαταλαμβάνω στα ισπανικά - anticipar, prever, predisponerles, predisponerles en
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: prevención, prejuicio, parcialidad, través, sesgo, tendencia, sesgo de
Μεταφράσεις: prevención, prejuicio, parcialidad, través, sesgo, tendencia, sesgo de