Προκατάληψη στα εσθονικά

Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lävi, vildak, eelarvamus, erapoolikus, diagonaal, eelarvamusi, erapoolikuse
Προκατάληψη στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκατάληψη

προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας εσθονικά, προκατάληψη στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • προικοδότηση στα εσθονικά - varustamine, sihtkapital, anne, dotatsioon, sihtkapitali, asutamiskapitali, kapitalikogumiskindlustus, ...
  • προκαλώ στα εσθονικά - ärgitama, põhjus, nõudma, provotseerima, väljakutse, tekitama, põhjustaja, ...
  • προκαταβάλλω στα εσθονικά - edenema, prokatavallo
  • προκαταλαμβάνω στα εσθονικά - ootama, prepossess
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lävi, vildak, eelarvamus, erapoolikus, diagonaal, eelarvamusi, erapoolikuse