Προκατάληψη στα ρουμανικά
Μετάφραση: προκατάληψη, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prejudecată, părtinire, de polarizare, prejudecata, partinire
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκατάληψη
προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη λεξικό γλώσσας ρουμανικά, προκατάληψη στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- προικοδότηση στα ρουμανικά - dar, dotare, dotarea, dotării, de dotare, înzestrare
- προκαλώ στα ρουμανικά - provocare, cauză, campanie, intrări, provocări, provocarea, problemă
- προκαταβάλλω στα ρουμανικά - progres, prokatavallo
- προκαταλαμβάνω στα ρουμανικά - aştepta, prevedea, predispune, prejudeca, ocupa dinainte
Τυχαίες λέξεις
Προκατάληψη στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: prejudecată, părtinire, de polarizare, prejudecata, partinire
Μεταφράσεις: prejudecată, părtinire, de polarizare, prejudecata, partinire