Πόδι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пехота, нога, крак, крака, на крака, кракът
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόδι
πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πόδι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πως στα βουλγαρικά - че, които, който
- πόα στα βουλγαρικά - трева, мъх, Мос, Moss, мъхове, мъха
- πόδια στα βουλγαρικά - крака, краката, крачета, на краката
- πόζα στα βουλγαρικά - поза, представляват, представлява, да представлява, създават
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пехота, нога, крак, крака, на крака, кракът
Μεταφράσεις: пехота, нога, крак, крака, на крака, кракът