Πόδι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vão, perna, infantaria, pé, esquerdo, pernas, da perna, perna de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόδι
πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πόδι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πως στα πορτογαλικά - pairo, como, quão, qual, que, de que, que a, ...
- πόα στα πορτογαλικά - aferrar, agarrar, erva, tomar, aperto, ervas, grama, ...
- πόδια στα πορτογαλικά - pernas, as pernas, pés, patas, pernas de
- πόζα στα πορτογαλικά - pose, representam, representar, colocar, colocam
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vão, perna, infantaria, pé, esquerdo, pernas, da perna, perna de
Μεταφράσεις: vão, perna, infantaria, pé, esquerdo, pernas, da perna, perna de