Πόδι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пешадија, ногата, нога, нозете, на ногата, на нозете
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόδι
πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πόδι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πως στα σλαβομακεδονικά - дека, што, кои, кој, која
- πόα στα σλαβομακεδονικά - мов, Мос, мовта, со мов, мов се
- πόδια στα σλαβομακεδονικά - нозе, нозете, ногарки, на нозете
- πόζα στα σλαβομακεδονικά - позираат, претставува, претставуваат, да претставува, да претставуваат
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пешадија, ногата, нога, нозете, на ногата, на нозете
Μεταφράσεις: пешадија, ногата, нога, нозете, на ногата, на нозете