Πόδι στα δανικά

Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pote, ben, fod, benet, benene, leg
Πόδι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόδι

πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας δανικά, πόδι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πως στα δανικά - hvor, hvordan, at, der, som
  • πόα στα δανικά - græs, mos, mosgrøn, moss
  • πόδια στα δανικά - ben, benene, ben af
  • πόζα στα δανικά - sætte, udgøre, udgør, indebærer, stille, indebære
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pote, ben, fod, benet, benene, leg