Πόδι στα τούρκικα
Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bacak, ayak, ayağı, bacağı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόδι
πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας τούρκικα, πόδι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πως στα τούρκικα - nasıl, o, ki, bu, olduğunu, olduğu
- πόα στα τούρκικα - ot, çayır, çimen, yosun, yosunu, moss, karayosunu
- πόδια στα τούρκικα - bacaklar, bacakları, ayakları, bacak, ayaklar
- πόζα στα τούρκικα - koymak, poz, teşkil, oluşturmaktadır, oluşturabilir, oluşturabilecek
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bacak, ayak, ayağı, bacağı
Μεταφράσεις: bacak, ayak, ayağı, bacağı