Πόδι στα εσθονικά
Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jalg, jalam, maksma, jala, jalga, jalgade, jalaga
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόδι
πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας εσθονικά, πόδι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πως στα εσθονικά - kuidas, kui, et, mis, selle
- πόα στα εσθονικά - rohi, muru, marihuaana, murulennuväli, sammal, Moss, sambla, ...
- πόδια στα εσθονικά - jalad, jalgade, jalgu, jalgadel, jalgades
- πόζα στα εσθονικά - tõstatama, püstitama, poseerima, kujutavad, kujutada, kujuta, tekitada
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: jalg, jalam, maksma, jala, jalga, jalgade, jalaga
Μεταφράσεις: jalg, jalam, maksma, jala, jalga, jalgade, jalaga