Πόδι στα λιθουανικά

Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
letena, koja, pėda, kojų, kojos, leg, koją
Πόδι στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόδι

πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πόδι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πως στα λιθουανικά - kaip, kad, jog, kurie
  • πόα στα λιθουανικά - žolė, samanos, samanų, Moss, kerpė, liūnas
  • πόδια στα λιθουανικά - kojos, kojų, kojas, kojelės
  • πόζα στα λιθουανικά - poza, pozuoti, sudaryti, užduoti, kelia
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: letena, koja, pėda, kojų, kojos, leg, koją