Ρούχο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кърпа, плат, тъкан, парче плат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχο
ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ρούχο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ρούμι στα βουλγαρικά - ром, рома, на ром
- ρούχα στα βουλγαρικά - одежда, дрехи, дрехите, облекло, облекла
- ρυάκι στα βουλγαρικά - течение, залив, ручей, Брук, Brook, поток, поточе
- ρυθμίζω στα βουλγαρικά - регулирате, регулирайте, коригира, настройте, настроите
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кърпа, плат, тъкан, парче плат
Μεταφράσεις: кърпа, плат, тъкан, парче плат