Ρούχο στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крпа, ткаенина, платно, облека, платното
Ρούχο στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρούχο

ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ρούχο στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ρούμι στα σλαβομακεδονικά - румот, рум, на рум, среќавам
  • ρούχα στα σλαβομακεδονικά - облека, алишта, облеката, алиштата
  • ρυάκι στα σλαβομακεδονικά - Брук, Brook, потокот, поточе, приливот
  • ρυθμίζω στα σλαβομακεδονικά - прилагодување, се прилагоди, прилагоди, прилагодат, прилагодите
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: крпа, ткаенина, платно, облека, платното