Ρούχο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pano, tecido, pano de, de pano, um pano
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχο
ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ρούχο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ρούμι στα πορτογαλικά - esquisito, excêntrico, rum, bizarro, barroco, estranho, de rum, ...
- ρούχα στα πορτογαλικά - vestuário, roupa, roupas, a roupa, roupas de
- ρυάκι στα πορτογαλικά - raia, regatos, córrego, corrente, ribeiro, riacho, fluxo, ...
- ρυθμίζω στα πορτογαλικά - concertar, ajustar, adequar, ajuste, adaptar, ajustar o, regular
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pano, tecido, pano de, de pano, um pano
Μεταφράσεις: pano, tecido, pano de, de pano, um pano