Ρούχο στα τούρκικα
Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
giysi, bez, kumaş, bezi, kumaşlar, bir bez
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχο
ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας τούρκικα, ρούχο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ρούμι στα τούρκικα - acayip, rom, Rum, The Rum, içki
- ρούχα στα τούρκικα - giysi, elbise, giysiler, giysileri, giyimi
- ρυάκι στα τούρκικα - ırmak, akım, çay, akıntı, dere, brook, deresi
- ρυθμίζω στα τούρκικα - ayarlamak, ayarlayın, ayarlayabilirsiniz, ayarlama, ayarlamanız
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: giysi, bez, kumaş, bezi, kumaşlar, bir bez
Μεταφράσεις: giysi, bez, kumaş, bezi, kumaşlar, bir bez