Ρούχο στα ιταλικά
Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
panno, stoffa, tessuto, tela, panno di
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχο
ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας ιταλικά, ρούχο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ρούμι στα ιταλικά - bizzarro, strano, rum, il rum, rhum, di rum, rum E
- ρούχα στα ιταλικά - abbigliamento, abiti, vestiti, i vestiti, indumenti
- ρυάκι στα ιταλικά - corrente, profluvio, flusso, ruscello, grondare, Brook, torrente, ...
- ρυθμίζω στα ιταλικά - correggere, adattare, assettare, emendare, adeguare, regolare, modificare, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: panno, stoffa, tessuto, tela, panno di
Μεταφράσεις: panno, stoffa, tessuto, tela, panno di