Ρούχο στα ουγγρικά
Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szövet, ruhával, ruhát, ronggyal, ruha
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχο
ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ρούχο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ρούμι στα ουγγρικά - rum, rumot, a rum, rumos, rummal
- ρούχα στα ουγγρικά - ruházat, ruha, ruhák, ruhát, ruhákat
- ρυάκι στα ουγγρικά - özönlés, áradat, áramlás, áram, patak, Brook, patakba, ...
- ρυθμίζω στα ουγγρικά - állítsa, állítsa be, beállításához, beállítani, beállíthatja
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szövet, ruhával, ruhát, ronggyal, ruha
Μεταφράσεις: szövet, ruhával, ruhát, ronggyal, ruha