Ρούχο στα δανικά
Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
beklædning, klud, stof, klæde, kluden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχο
ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας δανικά, ρούχο στα δανικά
Μεταφράσεις
- ρούμι στα δανικά - rom, Rum, Værelse, Værelser, rom af
- ρούχα στα δανικά - klæder, kjole, tøj, tøjet, beklædning
- ρυάκι στα δανικά - strøm, bæk, Brook, bækken, åen
- ρυθμίζω στα δανικά - justere, tilpasse, indstille, justeres, at justere
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: beklædning, klud, stof, klæde, kluden
Μεταφράσεις: beklædning, klud, stof, klæde, kluden