Ρούχο στα ισλανδικά
Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fat, klút, klæði, dúk, klút til
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχο
ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ρούχο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ρούμι στα ισλανδικά - Rum, romm, rommi
- ρούχα στα ισλανδικά - klæði, fatnaður, föt, fötin, fötum
- ρυάκι στα ισλανδικά - lækur, Brook
- ρυθμίζω στα ισλανδικά - stilla, rétta, að stilla, breyta, aðlaga, stillt
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fat, klút, klæði, dúk, klút til
Μεταφράσεις: fat, klút, klæði, dúk, klút til