Ρούχο στα ρουμανικά
Μετάφραση: ρούχο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îmbrăcăminte, pânză, cârpă, o cârpă, lavetă, carpa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρούχο
ρούχο ετυμολογία, ρούχο δανεικό, χαμένο ρούχο, ρούχο δανεικό στίχοι, ρούχο ονειροκρίτης, ρούχο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ρούχο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ρούμι στα ρουμανικά - caraghios, rom, romul, rum, romului, de rom
- ρούχα στα ρουμανικά - rochie, haine, hainele, haina, haine de, îmbrăcăminte
- ρυάκι στα ρουμανικά - curent, pârâu, Brook, pârâului, pârâul, fântânel
- ρυθμίζω στα ρουμανικά - regla, ajusta, reglați, a regla, adapteze
Τυχαίες λέξεις
Ρούχο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: îmbrăcăminte, pânză, cârpă, o cârpă, lavetă, carpa
Μεταφράσεις: îmbrăcăminte, pânză, cârpă, o cârpă, lavetă, carpa