Στόκος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στόκος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замазка, шпакловка и замазка, шпакловка, маджун, кит
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόκος
στόκος ξύλου, στόκος βενετσιάνο, στόκος ακρυλικός, στόκος για μάρμαρα, στόκος γυψοσανίδας, στόκος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στόκος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στυφός στα βουλγαρικά - парлив, остър, парлива, жлъчен, задушлив
- στυφότητα στα βουλγαρικά - стягане, тръпчивост, стипчивост, стипчивостта
- στόλος στα βουλγαρικά - флота, флот, на флота, парк, автопарк
- στόμα στα βουλγαρικά - рит, говоря, уста, устата, в устата, устните, устата на
Τυχαίες λέξεις
Στόκος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: замазка, шпакловка и замазка, шпакловка, маджун, кит
Μεταφράσεις: замазка, шпакловка и замазка, шпакловка, маджун, кит