Στόκος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: στόκος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпатлёўка, шпатлевка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόκος
στόκος ξύλου, στόκος βενετσιάνο, στόκος ακρυλικός, στόκος για μάρμαρα, στόκος γυψοσανίδας, στόκος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στόκος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- στυφός στα λευκορωσικά - з'едлівы, едкі, зьедлівы, ядавіты
- στυφότητα στα λευκορωσικά - даўкасць
- στόλος στα λευκορωσικά - флот, флёт
- στόμα στα λευκορωσικά - рот, казаць, гаварыць
Τυχαίες λέξεις
Στόκος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: шпатлёўка, шпатлевка
Μεταφράσεις: шпатлёўка, шпатлевка