Στόκος στα ολλανδικά
Μετάφραση: στόκος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stopverf, plamuur, putty, kit, plamuren
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόκος
στόκος ξύλου, στόκος βενετσιάνο, στόκος ακρυλικός, στόκος για μάρμαρα, στόκος γυψοσανίδας, στόκος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στόκος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- στυφός στα ολλανδικά - zuur, snol, bijtend, bitter, scherp, scherpe, bijtende
- στυφότητα στα ολλανδικά - schelheid, bitsheid, guurheid, samentrekkende eigenschap, adstringentiereactie, wrangheid, adstringentie, ...
- στόλος στα ολλανδικά - haastig, gezwind, snel, vlug, gauw, spoedig, vloot, ...
- στόμα στα ολλανδικά - praten, mond, muil, bek, spreken, monding, de mond
Τυχαίες λέξεις
Στόκος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stopverf, plamuur, putty, kit, plamuren
Μεταφράσεις: stopverf, plamuur, putty, kit, plamuren