Στόκος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στόκος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
massa de vidraceiro, betume, putty, massa, vidraceiro
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόκος
στόκος ξύλου, στόκος βενετσιάνο, στόκος ακρυλικός, στόκος για μάρμαρα, στόκος γυψοσανίδας, στόκος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στόκος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στυφός στα πορτογαλικά - prostituta, acre, acrid, picante, amargo, azedo
- στυφότητα στα πορτογαλικά - afiar, afinar, aguçar, agudeza, adstringência, da adstringência, a adstringência, ...
- στόλος στα πορτογαλικά - fuja, fugir, voar, rápido, frota, veloz, frota de, ...
- στόμα στα πορτογαλικά - foz, bigode, boca, falar, a boca, da boca
Τυχαίες λέξεις
Στόκος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: massa de vidraceiro, betume, putty, massa, vidraceiro
Μεταφράσεις: massa de vidraceiro, betume, putty, massa, vidraceiro