Στόκος στα λιθουανικά

Μετάφραση: στόκος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
glaistas, glaistai, glaisto
Στόκος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στόκος

στόκος ξύλου, στόκος βενετσιάνο, στόκος ακρυλικός, στόκος για μάρμαρα, στόκος γυψοσανίδας, στόκος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στόκος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • στυφός στα λιθουανικά - kandus, aitrus, aštrus, Dębak, erzinantis
  • στυφότητα στα λιθουανικά - Atšiaurių
  • στόλος στα λιθουανικά - laivynas, laivyno, parkas, laivyną, parką
  • στόμα στα λιθουανικά - burna, nagų, burnos, džiūvimas, burną
Τυχαίες λέξεις
Στόκος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: glaistas, glaistai, glaisto