Συνηθίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свиквам, привикнат, да привикнат, привиквам, приучавам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηθίζω
συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνηθίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνηγορία στα βουλγαρικά - защита, оборота, застъпничество, застъпничеството, застъпническа, подкрепа
- συνηγορώ στα βουλγαρικά - адвокат, умолявам, пледирам, се позове, съдя, пледира
- συνηθισμένος στα βουλγαρικά - обикновен, общ, обичаен, обикновено, обичайната, обичайното
- συνθέτης στα βουλγαρικά - композитор, композитора, композиторът
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: свиквам, привикнат, да привикнат, привиквам, приучавам
Μεταφράσεις: свиквам, привикнат, да привикнат, привиквам, приучавам