Συνηθίζω στα τσεχικά
Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvyknout, navyknout, přivyknout
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηθίζω
συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, συνηθίζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- συνηγορία στα τσεχικά - ochrana, obhajoba, obrana, advokacie, prosazování, advokacii, obhajování
- συνηγορώ στα τσεχικά - obhájce, obránce, doporučit, hájit, zastánce, doporučovat, advokát, ...
- συνηθισμένος στα τσεχικά - pospolitý, sprostý, notorický, běžný, obvyklý, hromadný, všední, ...
- συνθέτης στα τσεχικά - skladatel, sazeč, komponista, skladatele, hudební skladatel, skladatelem
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zvyknout, navyknout, přivyknout
Μεταφράσεις: zvyknout, navyknout, přivyknout