Συνηθίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plegen, gewennen, wennen, te wennen, accustom, wennen de
Συνηθίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθίζω

συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνηθίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορία στα ολλανδικά - weer, verdediging, defensie, afweer, voorspraak, pleidooi, belangenbehartiging, ...
  • συνηγορώ στα ολλανδικά - vertegenwoordiger, pleitbezorger, advocaat, verdediger, voorspreker, pleiten, bepleiten, ...
  • συνηθισμένος στα ολλανδικά - gebruikelijk, grof, vulgair, gemeenschappelijk, park, warande, gewoon, ...
  • συνθέτης στα ολλανδικά - toondichter, componist, Componistenprijs, Muziek voor, Composer
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: plegen, gewennen, wennen, te wennen, accustom, wennen de