Συνηθίζω στα ιταλικά

Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avvezzare, abituare, assuefare, abituarsi, accustom
Συνηθίζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθίζω

συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνηθίζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορία στα ιταλικά - patrocinio, advocacy, difesa, di advocacy, avvocatura
  • συνηγορώ στα ιταλικά - sostenere, avvocato, difendere, perorare, supplicare, dichiararsi, invocare, ...
  • συνηθισμένος στα ιταλικά - abituale, comune, consueto, solito, mediocre, ordinario, normale, ...
  • συνθέτης στα ιταλικά - compositore, il compositore, autore, composer
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: avvezzare, abituare, assuefare, abituarsi, accustom