Συνηθίζω στα γερμανικά
Μετάφραση: συνηθίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewöhnen, daran gewöhnen, zu gewöhnen, accustom
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηθίζω
συνηθίζω ετυμολογια, συνηθίζω συνωνυμα, συνηθίζω να, συνηθίζω αγγλικά, συνηθίζω στα αγγλικα, συνηθίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, συνηθίζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- συνηγορία στα γερμανικά - abwehr, verteidigung, Eintreten, Befürwortung, Fürsprache, Interessenvertretung, Advocacy
- συνηγορώ στα γερμανικά - sachwalter, rechtsbeistand, verteidigen, vertreter, verteidiger, befürworten, empfehlen, ...
- συνηθισμένος στα γερμανικά - gemeinsam, anger, gewöhnlich, dorfwiese, alltäglich, geläufig, park, ...
- συνθέτης στα γερμανικά - komponist, Komponist, Komponisten, Musik, Komponistin
Τυχαίες λέξεις
Συνηθίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gewöhnen, daran gewöhnen, zu gewöhnen, accustom
Μεταφράσεις: gewöhnen, daran gewöhnen, zu gewöhnen, accustom